ακατακόσμητος

ακατακόσμητος
-η, -ο (Α ἀκατακόσμητος, -ον) [κατακοσμῶ]
όποιος δεν είναι στολισμένος
αρχ.
ο «μὴ κατὰ κόσμον», ο άτακτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀκατακόσμητον — ἀκατακόσμητος unarranged masc/fem acc sg ἀκατακόσμητος unarranged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”